Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

προξενώ εμπόδια

  • 1 чинить

    I чинить Ι 1) (επι)διορθώνω. επισκευάζω; μπαλώνω (штопать ) 2) (карандаш ) ξύνω II чинить II (устраивать) δημιουργώ; \чинить препятствия προξενώ εμπόδια
    * * *
    I
    1) ( επι) διορθώνω, επισκευάζω; μπαλώνω ( штопать)
    2) ( карандаш) ξύνω
    II
    ( устраивать) δημιουργώ

    чини́ть препя́тствия — προξενώ εμπόδια

    Русско-греческий словарь > чинить

  • 2 чинить

    чинить I
    несов
    1. (починять) (ἐπι-) διορθώνω, ἐπισκευάζω/ μπαλώνω (класть заплаты):
    \чинить о́бувь ἐπιδιορθώνω τά παπούτσια· \чинить белье ἐπιδιορθώνω τά ἀσ-πρόρρουχα· \чинить замо́к διορθώνω τήν κλειδαριά·
    2. (карандаш) ξύνω, ἀκονίζω, κάνω μύτη.
    чинить II
    несов (устраивать, создавать) δημιουργώ, προξενώ, προκαλώ:
    \чинить препятствия δημιουργώ ἐμπόδια· \чинить расправу ἐκδικοὔμαι κάποιον.

    Русско-новогреческий словарь > чинить

  • 3 чинить

    чиню, чинишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. чиненный βρ: -нен, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. επιδιορθώνω, επισκευάζω•

    чинить часы επιδιορθώνω το ωρολόγι.

    2. ξύνω, κάνω κάτι αιχμηρό•

    чинить карандаш ξύνω το μολύβι.

    3. παραγεμίζω, • μαγειρεύω παραγεμιστό.
    επιδιορθώνομαι, επισκευάζομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.
    -нго, -нишь
    ρ.δ.μ. (γραπ. λόγος)• προξενώ, δημιουργώ, κάνω, διαπράττω•

    чинить беззакония κάνω παρανομίες, παρανομώ•

    чинить препятствия δημιουργώ (βάζω) εμπόδια.

    1. προξενούμαι, δημιουργούμαι, γίνομαι• διαπράττομαι.
    2. παλ. συστέλλομαι, ντρέπομαι• κάνω καμώματα.

    Большой русско-греческий словарь > чинить

См. также в других словарях:

  • αναποδιάζω — [ανάποδα] Ι. (μτβ.) 1. γυρίζω τα επάνω προς τα κάτω, στρέφω κάτι ανάποδα, αναστρέφω 2. (για ρούχα) αντιστρέφω την κύρια όψη παρουσιάζοντας την ανάποδη 3. προξενώ εμπόδια, δυσκολεύω μια κατάσταση 4. επιφέρω σύγχυση, «τά κάνω άνω κάτω» 5. αλλάζω,… …   Dictionary of Greek

  • φέρω — ΝΜΑ, και φέρνω Ν, και δωρ. τ. φάρω Α 1. κρατώ ή σηκώνω κάτι πάνω μου, βαστάζω (α. «φέρει έναν βαρύ σάκο στους ώμους του» β. «φέρων άξονας» γ. «χερσὶν εὐθὺς διψίαν φέρει κόνιν», Σοφ. δ. «μέγα ἔργον, ὅ οὐ δύο γ ἄνδρε φέροιεν», Ομ. Ιλ.) 2. έχω (α.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»